διάτρησις

διάτρησις
διάτρησις
perforation
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διατρήσει — διάτρησις perforation fem nom/voc/acc dual (attic epic) διατρήσεϊ , διάτρησις perforation fem dat sg (epic) διάτρησις perforation fem dat sg (attic ionic) διατετραίνω bore through aor subj act 3rd sg (epic) διατετραίνω bore through fut ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήσεις — διάτρησις perforation fem nom/voc pl (attic epic) διάτρησις perforation fem nom/acc pl (attic) διατετραίνω bore through aor subj act 2nd sg (epic) διατετραίνω bore through fut ind act 2nd sg διατρέω run trembling about aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήσεσι — διάτρησις perforation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήσιας — διάτρησις perforation fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάτρησιν — διάτρησις perforation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάτρηση — Διατρύπηση ιστού ή οργάνου που οφείλεται σε τραυματισμό ή σε παθολογικό αίτιο. Όταν συντελείται σε κοίλο όργανο της κοιλιακής χώρας, επιτρέπει την είσοδο σε αυτήν υγρών, αέρα ή και των δύο. Η κατάσταση αυτή συνήθως προκαλεί ξαφνικό, έντονο πόνο,… …   Dictionary of Greek

  • διατρήσεων — διατρήσεω̆ν , διάτρησις perforation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρήσεως — διατρήσεω̆ς , διάτρησις perforation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”